- εξάχρονος
- -η, -ο (AM ἑξάχρονος, -ον)1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι ετών2. (για μετρικό πόδα) αυτός που αποτελείται από έξι βραχύχρονες συλλαβέςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑξάχρονονχρονικό διάστημα έξι ετών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑξάχρονος — of six times masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάχρονος — η, ο 1. που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι ετών. 2. το ουδ. ως ουσ., εξάχρονο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑξαχρόνους — ἑξάχρονος of six times masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξάχρονοι — ἑξάχρονος of six times masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάσημος — η, ο (Α ἑξάσημος, ον) 1. (μετρ.) ο μετρικός πους που αποτελείται από έξι χρόνους ή έξι βραχείες συλλαβές, αλλιώς εξάχρονος 2. (βυζ. μουσ.) ρυθμικός πους που αποτελείται από έξι χρόνους και παρουσιάζεται είτε με τρία δίσημα είτε με δύο τρίσημα… … Dictionary of Greek